- είσειμι
- εἴσειμι (Α)1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι»)2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου4. (για διάδικους ή δίκη) παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο5. αναλαμβάνω αρχή ή αξίωμα6. έρχομαι στο μυαλό («ταῡτα λέγοντος τοῡ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῡ» — τόν αναγνώρισε ο Αστυάγης).
Dictionary of Greek. 2013.